Polyglotfy

`teacher` in Greek

Results

teacher

  1. noun
    • person who teaches in school
      δασκάλα
      The teacher explained the lesson clearly. — Η δασκάλα εξήγησε το μάθημα καθαρά.
      δάσκαλος
      The teacher explained the lesson clearly. — Ο δάσκαλος εξήγησε το μάθημα καθαρά.
      εκπαιδευτικός
      The teacher explained the lesson clearly. — Ο εκπαιδευτικός εξήγησε το μάθημα καθαρά.
      καθηγητής
      The teacher explained the lesson clearly. — Ο καθηγητής εξήγησε το μάθημα καθαρά.
      καθηγήτρια
      The teacher explained the lesson clearly. — Η καθηγήτρια εξήγησε το μάθημα καθαρά.
    • [figurative], someone who imparts life lessons
      μέντορας [figurative]
      Life is the best teacher. — Η ζωή είναι ο καλύτερος μέντορας.
      διδάσκαλος [figurative]
      Experience is a great teacher. — Η εμπειρία είναι σπουδαίος διδάσκαλος.