Polyglotfy

quality in Greek

Results

quality

  1. noun
    • standard of something as measured
      ποιότητα
      The quality of the product is excellent. — Η ποιότητα του προϊόντος είναι εξαιρετική.
    • a distinctive attribute or characteristic
      χαρακτηριστικό
      Honesty is a valuable quality in a leader. — Η ειλικρίνεια είναι ένα πολύτιμο χαρακτηριστικό σε έναν ηγέτη.
      ιδιότητα
      Kindness is a rare quality these days. — Η καλοσύνη είναι μια σπάνια ιδιότητα στις μέρες μας.
  2. adjective
    • [colloquial], of high standard or excellence
      ποιοτικός [colloquial]
      They serve quality food at that restaurant. — Σερβίρουν ποιοτικό φαγητό σε εκείνο το εστιατόριο.
      υψηλής ποιότητας [colloquial]
      He always buys quality clothes. — Αγοράζει πάντα ρούχα υψηλής ποιότητας.